απογίνομαι

απογίνομαι
(AM ἀπογίνομαι κ. -γίγνομαι)
μσν.- νεοελλ.
1. (για γεγονός) εξαλείφομαι, παρέρχομαι
2. (για γεγονός ή πράγμα) παίρνω έκβαση, καταλήγω
3. (για πρόσωπο) καταντώ
4. απρόσ. συμβαίνει
νεοελλ.
1. φθείρομαι, καταστρέφομαι
2. χειροτερεύω
αρχ.
1. βρίσκομαι μακριά, απουσιάζω
2. αποφεύγω κάτι
3. μετατρέπομαι
4. συντελούμαι, κατορθώνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απογίνομαι — (απογίνομαι), απόγινα και απέγινα βλ. πίν. 121 Σημειώσεις: (απογίνομαι) : εύχρηστος ο αόριστος απέγινα και απόγινα με τις έννοιες → καταλήγω, φτάνω σε κάποια κατάσταση ή χειροτερεύω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απογίνομαι — όγινα, ογινωμένος 1. γίνομαι, καταντώ, βρίσκομαι σε κάποιο σημείο: Τι απόγινε εκείνη η υπόθεσή σου στο υπουργείο; 2. χειροτερεύω, ξεπερνώ τα όρια: Τις τελευταίες μέρες ο άρρωστος απόγινε. 3. αποπερατώνομαι: Έγινε κι απόγινε η αναδάσωση στο χωριό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπογίνομαι — ἀπογίγνομαι to be away from pres ind mp 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • избываю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  глаг. (греч. ῥύομαι) избавляюсь, спасаюсь; (ἀπογίνομαι) …   Словарь церковнославянского языка

  • απογίγνομαι — βλ. απογίνομαι …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱՑԱԼԻՆԻՄ — (բաց եղեալ.) NBH 1 470 Chronological Sequence: 6c, 8c ἅπειμι absum, ἁπογίνομαι recedo Ի բացեայ լինել, ʼի բաց գնալ, հեռանալ. չգտանիլ ներկայ. *Պատահումն, որ լինի, եւ բացալինի՝ առանց ենթակային ապականութեան. Պորփ.: *Որակութիւն լինի եւ բացալինի առանց… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”